τεχνουργήματος

τεχνουργήματος
τεχνούργημα
a work of art
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεγανότητα — η / στεγανότης, ητος, ΝΜΑ [στεγανός] η ιδιότητα τού στεγανού, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές νεοελλ. 1. τεχνολ. ιδιότητα υλικού ή τεχνουργήματος που εμποδίζει την μέσω αυτού διέλευση υγρών, αερίων, σκόνης ή υγρασίας 2. μτφ. πλήρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”